- μποδίζω
- εμποδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμποδίζω < ἐμπόδιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
(ε)μποδίζω — εμπόδισα, (ε)μποδίστηκα, (ε)μποδισμένος, και μποδάω μτβ. 1. βάζω ή γίνομαι εμπόδιο, δεν επιτρέπω, απαγορεύω. 2. η μτχ. παθ. πρκ. μποδισμένος, η, ο (για κτήματα), που απαγορεύεται η βόσκηση σ αυτόν: Μποδισμένο χωράφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
αμπόδιστος — η, ο [μποδίζω] ο ανεμπόδιστος* … Dictionary of Greek
μπόδεμα — και αμπόδεμα, το εμπόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μποδίζω, κατά τα ουδ. σε εμα] … Dictionary of Greek
μπόδισμα — το [μποδίζω] εμπόδισμα, παρεμπόδιση … Dictionary of Greek